προπύλιο

προπύλιο
το, Ν
χημ. μονοσθενής οργανική ρίζα, που προκύπτει κατά την αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από ένα ακραίο άτομο άνθρακα τού μορίου τού προπανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propyl < prop- (< propionic acid, βλ. λ. προπιονικός) + -yl. Η λ., στον λόγιο τ. προπύλιον, μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προπυλικός — ή, ό, Ν φρ. «προπυλική αλκοόλη» χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης 1 προπανολη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propylic < propyl (βλ. λ. προπύλιο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”